- ἱκετευτικός
- ἱκετευτικός, den Schutzflehenden betreffend, flehend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ικετευτικός — ή, ό (ΑΜ ἱκετευτικός, ή, όν) [ικετεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ικεσία, παρακλητικός. επίρρ... ικετευτικώς και ά (Α ἱκετευτικῶς) με ικετευτικό τρόπο … Dictionary of Greek
ικετευτικός — ή, ό επίρρ. ά παρακλητικός: Ικετευτικό βλέμμα. – Ικετευτικός λόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱκετευτικά — ἱκετευτικός supplicatory neut nom/voc/acc pl ἱκετευτικά̱ , ἱκετευτικός supplicatory fem nom/voc/acc dual ἱκετευτικά̱ , ἱκετευτικός supplicatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετευτικῶν — ἱκετευτικός supplicatory fem gen pl ἱκετευτικός supplicatory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετευτικόν — ἱκετευτικός supplicatory masc acc sg ἱκετευτικός supplicatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετευτικούς — ἱκετευτικός supplicatory masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετευτικήν — ἱκετευτικός supplicatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετευτικῶς — ἱκετευτικός supplicatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιωματικός — ή, ό (AM ἀξιωματικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει σχέση με ανώτερα αξιώματα ή αναφέρεται σ αυτά 2. ο σχετικός με αξιώματα της Λογικής ή των Μαθηματικών νεοελλ. Ι. 1. βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού (και των… … Dictionary of Greek
αρεστήριος — ἀρεστήριος, α, ον (Α) ο ικετευτικός («ἀρεστήριοι θυσίαι» θυσίες που έχουν σκοπό να εξιλεώσουν κάποιον θεό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρεστήρ < αρέσκω] … Dictionary of Greek
δεητικός — ή, ό (AM δεητικός, ή, όν) παρακλητικός, ικετευτικός («δεητική φωνή») νεοελλ. μσν. επίρρ. δεητικά (Μ δεητικῶς) με παρακάλια, ικετευτικά μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ δεητικόν δέηση, ικεσία αρχ. ο διατεθειμένος να ζητήσει κάτι ή να παρακαλέσει για κάτι·… … Dictionary of Greek